αναίτιος

αναίτιος
[анэтиос] εκ. невинный, необоснованный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναίτιος" в других словарях:

  • ἀναίτιος — not being the fault masc nom sg ἀναίτιος not being the fault masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίτιος — ια, ιο (Α ἀναίτιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος 2. επίρρ. αναίτια (αρχ. ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία 2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν… …   Dictionary of Greek

  • αναίτιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ένοχος, ο αθώος: Αυτός είναι αναίτιος για όσα έγιναν. 2. αυτός που έγινε χωρίς αιτία, αδικαιολόγητος: Η εναντίον μου επίθεση είναι αναίτια. 3. το ουδ. ως ουσ., το αναίτιο η αναιτιότητα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναιτίως — ἀναίτιος not being the fault adverbial ἀναίτιος not being the fault masc acc pl (doric) ἀναίτιος not being the fault adverbial ἀναίτιος not being the fault masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίτιον — ἀναίτιος not being the fault masc acc sg ἀναίτιος not being the fault neut nom/voc/acc sg ἀναίτιος not being the fault masc/fem acc sg ἀναίτιος not being the fault neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίων — ἀναίτιος not being the fault fem gen pl ἀναίτιος not being the fault masc/neut gen pl ἀναίτιος not being the fault masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίοις — ἀναίτιος not being the fault masc/neut dat pl ἀναίτιος not being the fault masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίοισιν — ἀναίτιος not being the fault masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀναίτιος not being the fault masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίου — ἀναίτιος not being the fault masc/neut gen sg ἀναίτιος not being the fault masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίους — ἀναίτιος not being the fault masc acc pl ἀναίτιος not being the fault masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίῳ — ἀναίτιος not being the fault masc/neut dat sg ἀναίτιος not being the fault masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»